Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούγκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lungo (για τον καφέ)

  Επίθετο επεξεργασία

λούγκο άκλιτο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Lungo στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία