φρέντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφρέντο αρσενικό άκλιτο
- (καφές) είδος κρύου καφέ (εσπρέσο ή καπουτσίνου)
- ※ Παλιότερα και ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες ήμουν οπαδός του φραπέ. Πλέον όμως πίνω αποκλειστικά φρέντο, αφού είναι πιο ελαφρύς και δεν με πειράζει στο στομάχι. (Εφημερίδα Τα Νέα, 25/7/2009)
- ※ Λούνγκο, μακιάτο, νορμάλε, στρέτο, φρέντο, κορέτο, όλα τους επιμέρους είδη του espresso (13 πράγματα που δεν ήξερες για τον καφέ, 30/09/2020, athensvoice.gr [1])
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Καφές στη Βικιπαίδεια
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ενίοτε γίνεται προσπάθεια να προσαρμοστεί, ως αρσενικό ή ουδέτερο, στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής.
- ※ Σήμερα ευτυχώς η κορυφαία αυτή πολιτισμική διαφορά έχει εκλείψει. Όχι επειδή καταφέραμε να εξαγάγουμε τον φραπέ ως φολκλόρ ελληνικό έδεσμα, μαζί με το σουβλάκι, τη χωριάτικη και την ταραμοσαλάτα (αν και δεν βλέπω τον λόγο γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει και αυτό), αλλά γιατί εισαγάγαμε τον κρύο καπουτσίνο, κοινώς φρέντο, ως εναλλακτική λύση στα παραδοσιακά ροφήματα του καλοκαιριού. Με αυτό τον τρόπο βρεθήκαμε στη μάλλον δυσάρεστη θέση να τον κλίνουμε: ο φρέντος, του φρέντου… (εφ. Το Βήμα, 27/11/2008)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρέντο
|