Ετυμολογία

επεξεργασία
φρέντο < λατινική freddo < λατινική frigidus < frigeo < frigus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sriHgos

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρέντο αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Ενίοτε γίνεται προσπάθεια να προσαρμοστεί, ως αρσενικό ή ουδέτερο, στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής.
    ※  Σήμερα ευτυχώς η κορυφαία αυτή πολιτισμική διαφορά έχει εκλείψει. Όχι επειδή καταφέραμε να εξαγάγουμε τον φραπέ ως φολκλόρ ελληνικό έδεσμα, μαζί με το σουβλάκι, τη χωριάτικη και την ταραμοσαλάτα (αν και δεν βλέπω τον λόγο γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει και αυτό), αλλά γιατί εισαγάγαμε τον κρύο καπουτσίνο, κοινώς φρέντο, ως εναλλακτική λύση στα παραδοσιακά ροφήματα του καλοκαιριού. Με αυτό τον τρόπο βρεθήκαμε στη μάλλον δυσάρεστη θέση να τον κλίνουμε: ο φρέντος, του φρέντου (εφ. Το Βήμα, 27/11/2008)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία