Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φραπές οι φραπέδες
      γενική του φραπέ των φραπέδων
    αιτιατική τον φραπέ τους φραπέδες
     κλητική φραπέ φραπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραπές < φραπέ + για τη δημιουργία κλίσης < (άμεσο δάνειο) γαλλική frappé (χτυπημένος) < frapper

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φραπές αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία