νερομπούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νερομπούλι | τα | νερομπούλια |
γενική | του | νερομπουλιού | των | νερομπουλιών |
αιτιατική | το | νερομπούλι | τα | νερομπούλια |
κλητική | νερομπούλι | νερομπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.ɾoˈbu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρο‐μπού‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασίανερομπούλι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, γαστρονομία) νερουλό και κακομαγειρεμένο φαγητό
- ※ Έρχεται ο φρέντο: φαρμάκι, νερομπούλι. Γιατί σταματήσαμε να πίνουμε φραπέδες; (Επειδή τρέμαμε σαν τον Ισαάκ στο βωμό απ' την καφεΐνη, να γιατί.) Ρουφάω μια γερή γουλιά, μολαταύτα -να δροσιστώ, να στανιάρω- και βγάζω το κινητό μου απ' την τσάντα (Αύγουστος Κορτώ, Η άλλη Κατερίνα, εκδόσεις Πατάκη, 2022)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νερομπούλι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νερομπούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας