νερόπλυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νερόπλυμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, γαστρονομία) νεροζούμι
- (λαϊκότροπο, μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα (και ενδεχομένως ανούσιος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
νερόπλυμα
|