Ετυμολογία

επεξεργασία
στανιάρω < ιταλική stagnare

στανιάρω

  1. δυναμώνω, τονώνομαι, στυλώνομαι
    ※  Επιτέλους ήρθε η ώρα του φαγητού. Η έκπληξη που μας περίμενε όταν φτάσαμε στο Rest House ήταν ότι το γεύμα που ονειρευόμασταν ήταν ξηρά τροφή που είχε στείλει το ξενοδοχείο. Ευτυχώς που είχαμε τα κορίτσια που δεν τρώγανε πολύ και έτσι κάπως τ’ αγόρια στανιάραμε. (ΚΑΔΜΟΣ - Σύλλογος Αμπετείου Σχολής, ambetios.gr, 2017, σελ. 25 [1])
    ※  Έρχεται ο φρέντο: φαρμάκι, νερομπούλι. Γιατί σταματήσαμε να πίνουμε φραπέδες; (Επειδή τρέμαμε σαν τον Ισαάκ στο βωμό απ' την καφεΐνη, να γιατί.) Ρουφάω μια γερή γουλιά, μολαταύτα -να δροσιστώ, να στανιάρω- και βγάζω το κινητό μου απ' την τσάντα (Αύγουστος Κορτώ, Η άλλη Κατερίνα, εκδόσεις Πατάκη, 2022)
  2. σφίγγομαι
  3. σταματώ διαρροή δοχείου, στεγανοποιώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία