στεγανοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστεγανοποιώ αόρ.: στεγανοποίησα, παθητική φωνή: στεγανοποιούμαι, αόρ.: στεγανοποιήθηκα, μετοχή: στεγανοποιημένος
- προκαλώ υγρομόνωση, καθιστώ κάτι (χώρο, επιφάνεια, αντικείμενο) στεγανό, ώστε να μη μπορεί να το διαπεράσει νερό,χρησιμοποιώντας επί τούτου στεγανοποιητικά υλικά, ειδικά στο να κάνουν την επιφάνεια αδιαπέραστη από το νερό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεγανοποιώ | στεγανοποιούσα | θα στεγανοποιώ | να στεγανοποιώ | στεγανοποιώντας | |
β' ενικ. | στεγανοποιείς | στεγανοποιούσες | θα στεγανοποιείς | να στεγανοποιείς | (στεγανοποίει) | |
γ' ενικ. | στεγανοποιεί | στεγανοποιούσε | θα στεγανοποιεί | να στεγανοποιεί | ||
α' πληθ. | στεγανοποιούμε | στεγανοποιούσαμε | θα στεγανοποιούμε | να στεγανοποιούμε | ||
β' πληθ. | στεγανοποιείτε | στεγανοποιούσατε | θα στεγανοποιείτε | να στεγανοποιείτε | στεγανοποιείτε | |
γ' πληθ. | στεγανοποιούν(ε) | στεγανοποιούσαν(ε) | θα στεγανοποιούν(ε) | να στεγανοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεγανοποίησα | θα στεγανοποιήσω | να στεγανοποιήσω | στεγανοποιήσει | ||
β' ενικ. | στεγανοποίησες | θα στεγανοποιήσεις | να στεγανοποιήσεις | στεγανοποίησε | ||
γ' ενικ. | στεγανοποίησε | θα στεγανοποιήσει | να στεγανοποιήσει | |||
α' πληθ. | στεγανοποιήσαμε | θα στεγανοποιήσουμε | να στεγανοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | στεγανοποιήσατε | θα στεγανοποιήσετε | να στεγανοποιήσετε | στεγανοποιήστε | ||
γ' πληθ. | στεγανοποίησαν στεγανοποιήσαν(ε) |
θα στεγανοποιήσουν(ε) | να στεγανοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στεγανοποιήσει | είχα στεγανοποιήσει | θα έχω στεγανοποιήσει | να έχω στεγανοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στεγανοποιήσει | είχες στεγανοποιήσει | θα έχεις στεγανοποιήσει | να έχεις στεγανοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει στεγανοποιήσει | είχε στεγανοποιήσει | θα έχει στεγανοποιήσει | να έχει στεγανοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στεγανοποιήσει | είχαμε στεγανοποιήσει | θα έχουμε στεγανοποιήσει | να έχουμε στεγανοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στεγανοποιήσει | είχατε στεγανοποιήσει | θα έχετε στεγανοποιήσει | να έχετε στεγανοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στεγανοποιήσει | είχαν στεγανοποιήσει | θα έχουν στεγανοποιήσει | να έχουν στεγανοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεγανοποιούμαι | στεγανοποιούμουν | θα στεγανοποιούμαι | να στεγανοποιούμαι | ||
β' ενικ. | στεγανοποιείσαι | στεγανοποιούσουν | θα στεγανοποιείσαι | να στεγανοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | στεγανοποιείται | στεγανοποιούνταν | θα στεγανοποιείται | να στεγανοποιείται | ||
α' πληθ. | στεγανοποιούμαστε | στεγανοποιούμασταν στεγανοποιούμαστε |
θα στεγανοποιούμαστε | να στεγανοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | στεγανοποιείστε | στεγανοποιούσασταν στεγανοποιούσαστε |
θα στεγανοποιείστε | να στεγανοποιείστε | στεγανοποιείστε | |
γ' πληθ. | στεγανοποιούνται | στεγανοποιούνταν | θα στεγανοποιούνται | να στεγανοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεγανοποιήθηκα | θα στεγανοποιηθώ | να στεγανοποιηθώ | στεγανοποιηθεί | ||
β' ενικ. | στεγανοποιήθηκες | θα στεγανοποιηθείς | να στεγανοποιηθείς | στεγανοποιήσου | ||
γ' ενικ. | στεγανοποιήθηκε | θα στεγανοποιηθεί | να στεγανοποιηθεί | |||
α' πληθ. | στεγανοποιηθήκαμε | θα στεγανοποιηθούμε | να στεγανοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | στεγανοποιηθήκατε | θα στεγανοποιηθείτε | να στεγανοποιηθείτε | στεγανοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | στεγανοποιήθηκαν στεγανοποιηθήκαν(ε) |
θα στεγανοποιηθούν(ε) | να στεγανοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στεγανοποιηθεί | είχα στεγανοποιηθεί | θα έχω στεγανοποιηθεί | να έχω στεγανοποιηθεί | στεγανοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις στεγανοποιηθεί | είχες στεγανοποιηθεί | θα έχεις στεγανοποιηθεί | να έχεις στεγανοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στεγανοποιηθεί | είχε στεγανοποιηθεί | θα έχει στεγανοποιηθεί | να έχει στεγανοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στεγανοποιηθεί | είχαμε στεγανοποιηθεί | θα έχουμε στεγανοποιηθεί | να έχουμε στεγανοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στεγανοποιηθεί | είχατε στεγανοποιηθεί | θα έχετε στεγανοποιηθεί | να έχετε στεγανοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στεγανοποιηθεί | είχαν στεγανοποιηθεί | θα έχουν στεγανοποιηθεί | να έχουν στεγανοποιηθεί |
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- καθιστώ στεγανό
- αδιαβροχοποιώ
- υγρομονώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεγανοποιώ