Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεγανοποιώ < → δείτε τις λέξεις στεγανός και ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

στεγανοποιώ αόρ.: στεγανοποίησα, παθητική φωνή: στεγανοποιούμαι, αόρ.: στεγανοποιήθηκα, μετοχή: στεγανοποιημένος

  • προκαλώ υγρομόνωση, καθιστώ κάτι (χώρο, επιφάνεια, αντικείμενο) στεγανό, ώστε να μη μπορεί να το διαπεράσει νερό,χρησιμοποιώντας επί τούτου στεγανοποιητικά υλικά, ειδικά στο να κάνουν την επιφάνεια αδιαπέραστη από το νερό

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία