υγρομόνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υγρομόνωση | οι | υγρομονώσεις |
γενική | της | υγρομόνωσης* | των | υγρομονώσεων |
αιτιατική | την | υγρομόνωση | τις | υγρομονώσεις |
κλητική | υγρομόνωση | υγρομονώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υγρομονώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυγρομόνωση θηλυκό
- η μόνωση επιφανειών με μη υδροπερατά υλικά με σκοπό τη στεγανοποίηση των μερών ενός κτίσματος, τα οποία είναι εκτεθειμένα σε νερά και υγρασία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υγρομόνωση
|