↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγρομόνωση οι υγρομονώσεις
      γενική της υγρομόνωσης* των υγρομονώσεων
    αιτιατική την υγρομόνωση τις υγρομονώσεις
     κλητική υγρομόνωση υγρομονώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υγρομονώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υγρομόνωση < υγρο- + μόνωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υγρομόνωση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία