στεγανοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαστεγανοποιημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στεγανοποιώ που έχει επικαλυφθεί με ειδική ουσία ώστε να καταστεί αδιάβροχος, που έγινε αδιαπέραστος από υγρά σαν το νερό