Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεγανοποιημένος η στεγανοποιημένη το στεγανοποιημένο
      γενική του στεγανοποιημένου της στεγανοποιημένης του στεγανοποιημένου
    αιτιατική τον στεγανοποιημένο τη στεγανοποιημένη το στεγανοποιημένο
     κλητική στεγανοποιημένε στεγανοποιημένη στεγανοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεγανοποιημένοι οι στεγανοποιημένες τα στεγανοποιημένα
      γενική των στεγανοποιημένων των στεγανοποιημένων των στεγανοποιημένων
    αιτιατική τους στεγανοποιημένους τις στεγανοποιημένες τα στεγανοποιημένα
     κλητική στεγανοποιημένοι στεγανοποιημένες στεγανοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

στεγανοποιημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία