κακομαγειρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακομαγειρεμένος < κακο- + μαγειρεμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαγειρεύω
Μετοχή
επεξεργασίακακομαγειρεμένος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που δεν έχει μαγειρευτεί καλά
- → δείτε και τη λέξη αμαγείρευτος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακομαγειρεμένος
|