άβραστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβραστος | η | άβραστη | το | άβραστο |
γενική | του | άβραστου | της | άβραστης | του | άβραστου |
αιτιατική | τον | άβραστο | την | άβραστη | το | άβραστο |
κλητική | άβραστε | άβραστη | άβραστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβραστοι | οι | άβραστες | τα | άβραστα |
γενική | των | άβραστων | των | άβραστων | των | άβραστων |
αιτιατική | τους | άβραστους | τις | άβραστες | τα | άβραστα |
κλητική | άβραστοι | άβραστες | άβραστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άβραστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄβραστος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + βραστός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.vɾa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βρα‐στος
Επίθετο
επεξεργασίαάβραστος, -η , -ο
- που δεν έχει βράσει καλά
- ⮡ αυτά τα φασόλια δεν ήταν καθόλου βραστερά, δυο ώρες στη φωτιά, κι ακόμη είναι άβραστα
- που δεν έχει βράσει καθόλου, ωμός
- ⮡ έχω το κρέας άβραστο
- που δεν έχει υποστεί ζύμωση
- ⮡ ο μούστος είναι ακόμη άβραστος, μόλις τον βάλαμε στο βαρέλι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία άβραστος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άβραστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- άβραστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)