Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλομαγειρεμένος η καλομαγειρεμένη το καλομαγειρεμένο
      γενική του καλομαγειρεμένου της καλομαγειρεμένης του καλομαγειρεμένου
    αιτιατική τον καλομαγειρεμένο την καλομαγειρεμένη το καλομαγειρεμένο
     κλητική καλομαγειρεμένε καλομαγειρεμένη καλομαγειρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλομαγειρεμένοι οι καλομαγειρεμένες τα καλομαγειρεμένα
      γενική των καλομαγειρεμένων των καλομαγειρεμένων των καλομαγειρεμένων
    αιτιατική τους καλομαγειρεμένους τις καλομαγειρεμένες τα καλομαγειρεμένα
     κλητική καλομαγειρεμένοι καλομαγειρεμένες καλομαγειρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλομαγειρεμένος < καλός + -ο- + μαγειρεμένος

  Μετοχή επεξεργασία

καλομαγειρεμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία