Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φολκλόρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική folklore[1] < αγγλική folklore < folk + lore

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φολκλόρ ουδέτερο άκλιτο

  1. η παραδοσιακή λαϊκή τέχνη
  2. (αρνητικά) η τυποποιημένη και εμπορικά εκμεταλλεύσιμη εκδοχή του παραδοσιακού πολιτισμού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία