folk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfolk (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- λαϊκός, για την τέχνη, τον πολιτισμό κτλ. που είναι παραδοσιακό και χαρακτηριστικό των τυπικών ανθρώπων μιας χώρας ή κοινότητας
- ↪ folk dances - λαϊκοί χοροί
- ↪ folk music - λαϊκή μουσική
- λαϊκός, που βασίζεται στις πεποιθήσεις των κοινών ανθρώπων
- ↪ Folk wisdom is reflected in many various proverbs.
- Σε διάφορες παροιμίες αποτυπώνεται η λαϊκή σοφία.
- ↪ Folk wisdom is reflected in many various proverbs.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
folk | folks |
folk (en)
- (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο, ως folk ή folks ειδικά στα αμερικανικά αγγλικά) οι άνθρωποι γενικά
- ↪ Some folk/folks are never satisfied.
- Μερικοί άνθρωποι δεν είναι ποτέ ευχαριστημένοι.
- ↪ Some folk/folks are never satisfied.
- (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) οι δικοί μου, οι συγγενείς μου, ειδικά οι γονείς μου
- ↪ How are you going to face your folks?
- Πώς θ' αντιμετωπίσεις τους δικούς τους;
- ↪ How are you going to face your folks?
- (μόνο πληθυντικός ως folk) οι άνθρωποι από μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή ή που έχουν συγκεκριμένο τρόπο ζωής