Επίθετο

επεξεργασία

folk (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. λαϊκός, για την τέχνη, τον πολιτισμό κτλ. που είναι παραδοσιακό και χαρακτηριστικό των τυπικών ανθρώπων μιας χώρας ή κοινότητας
    ⮡  folk dances - λαϊκοί χοροί
    ⮡  folk music - λαϊκή μουσική
  2. λαϊκός, που βασίζεται στις πεποιθήσεις των κοινών ανθρώπων
    ⮡  Folk wisdom is reflected in many various proverbs.
    Σε διάφορες παροιμίες αποτυπώνεται η λαϊκή σοφία.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
folk folks

folk (en)

  1. (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο, ως folk ή folks ειδικά στα αμερικανικά αγγλικά) οι άνθρωποι γενικά
    ⮡  Some folk/folks are never satisfied.
    Μερικοί άνθρωποι δεν είναι ποτέ ευχαριστημένοι.
  2. (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) οι δικοί μου, οι συγγενείς μου, ειδικά οι γονείς μου
    ⮡  How are you going to face your folks?
    Πώς θ' αντιμετωπίσεις τους δικούς τους;
  3. (μόνο πληθυντικός ως folk) οι άνθρωποι από μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή ή που έχουν συγκεκριμένο τρόπο ζωής
    ⮡  country folk - χωριάτες
    ⮡  city folk - αστοί