moka
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- moka < Moka, λιμάνι της Υεμένης
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmoka (fr) αρσενικό
- η μόκα
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmoka (fr) θηλυκό
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmoka (sl)