μπρίκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπρίκι | τα | μπρίκια |
γενική | του | μπρικιού | των | μπρικιών |
αιτιατική | το | μπρίκι | τα | μπρίκια |
κλητική | μπρίκι | μπρίκια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ένα μπρίκι
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
μπρίκι ουδέτερο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μπρίκια κολλάμε;:
- για να δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι γνωρίζουμε το αντικείμενο
- για να πούμε στον συνομιλητή μας ότι και εμείς ξέρουμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά, ότι είναι, επίσης, αντικείμενο της δουλειάς μας και δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει άλλον
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μπρίκι στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ένα μπρίκι
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπρίκι | τα | μπρίκια |
γενική | του | μπρικιού | των | μπρικιών |
αιτιατική | το | μπρίκι | τα | μπρίκια |
κλητική | μπρίκι | μπρίκια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- μπρίκι < γαλλική brick < αγγλική brig < brigantine < ιταλική brigantino < brigante < brigare < briga < πρωτοκελτική *brīgos (δύναμη) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷrih₂-g- < *gʷréh₂us (βαρύς)
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
μπρίκι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) είδος παλιού ιστιοφόρου