Επίρρημα

επεξεργασία

bric (fr)

  1. κυρίως στην έκφραση de bric et de broc

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bric brics

bric (fr) αρσενικό

  1. κορυφή των Άλπεων