Άλπεις
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Άλπεις | ||
γενική | των | Άλπεων | ||
αιτιατική | τις | Άλπεις | ||
κλητική | Άλπεις | |||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Άλπεις < ελληνιστική κοινή Ἄλπεις < λατινική Alpes < albus < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élbʰos (*álbʰos, *albʰós) (λευκός)
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Άλπεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Επεξεργασία
- αλπειβασία
- αλπειβάτης
- άλπειος
- αλπικός
- αλπινικός
- αλπινισμός
- αλπινιστής, αλπινίστρια
- αλπινιστικός
- αλπίνος
- άλπιος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Άλπεις στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Άλπεις
|
|