Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεγενόμπρικο τα λεγενόμπρικα
      γενική του λεγενόμπρικου των λεγενόμπρικων
    αιτιατική το λεγενόμπρικο τα λεγενόμπρικα
     κλητική λεγενόμπρικο λεγενόμπρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Λεγενόμπρικο του 1870.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεγενόμπρικο < λεγέν(ι) + -ό- + μπρίκ(ι) + -ο < οθωμανική τουρκική προέλευση και για τις δύο λέξεις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /le.ʝeˈno.bɾi.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐γε‐νό‐μπρι‐κο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεγενόμπρικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία