λεγένι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεγένι | τα | λεγένια |
γενική | του | λεγενιού | των | λεγενιών |
αιτιατική | το | λεγένι | τα | λεγένια |
κλητική | λεγένι | λεγένια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεγένι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لگن (τουρκική leğen) < περσική لگن (lagan)[1] < αρχαία ελληνική λεκάνη [2] (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /leˈʝe.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐γέ‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεγένι ουδέτερο
- (δημοτική, παρωχημένο) η λεκάνη του νιπτήρα [3]
- ※ ⌘ Νικόλαος Πολίτης 1852‑1921 Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού - Παραδόσεις. Τόμος 5, Μέρος Α @books.google
- Ὁ Μπουμπᾶς (Λεβαδία)
Οἱ ἀγάδες Τοῦρκοι ὅταν πέθαιναν ἐγίνονταν μπουμπάδες. ’Σ ἕνα σπίτι τῆς Λεβαδιᾶς ἐπάγαινε τὴ νύχτα ὁ Μπουμπᾶς μὲ τὸ τσιμποῦκι καὶ μὲ τὰ σαρίκια του, κ’ ἡ νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἔδινε καρέκλα, ἐκαθότανε, τοῦ πήγαινε τὸ λεγένι, τοῦ ἔρηχνε νερὸ κ’ ἐνιβότανε, τοῦ δινε τὴν πετσέττα κ’ ἐσκουπιζότανε, ἄναυε τὸ τσιμποῦκι του, ἔπινε τὸν καφέ του καὶ ἔφευγε. Ἂν δὲν τοῦ τά κανε αὐτά, τὴν ἔδερνε μὲ τὸ τσιμποῦκι.
Παροιμίες
επεξεργασία- φτύνει σε χρυσό λεγένι («είναι μεν πλούσιος, αλλά και ασθενής, στηθικός»)[3]
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεγένι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ leğen - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- ↑ 3,0 3,1 ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .