λεκανοΐμπρικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεκανοΐμπρικο < λεκάν(η) + -ο- + ιμπρίκ(ι) (μπρίκι) + -ο < οθωμανική τουρκική προέλευση και για τις δύο λέξεις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.ka.noˈi.bɾi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐κα‐νο‐ΐ‐μπρι‐κο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεκανοΐμπρικο ουδέτερο
- συνώνυμο του λεγενόμπρικο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεκανοΐμπρικο
|
Πηγές επεξεργασία
- Κουκουλές, Φαίδων. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός - Τόμος 5: Γεύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών. σελ.143-144