Δείτε επίσης: καντάτα, κανάτια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανάτα οι κανάτες
      γενική της κανάτας των κανατών
    αιτιατική την κανάτα τις κανάτες
     κλητική κανάτα κανάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανάτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανάτα < μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα / κάννη (καλάμι)
 
Μια μπλε κανάτα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈna.ta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανάτα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανάτα < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα / κάννη (καλάμι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανάτα θηλυκό