κανάτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κανάτα | οι | κανάτες |
γενική | της | κανάτας | των | κανατών |
αιτιατική | την | κανάτα | τις | κανάτες |
κλητική | κανάτα | κανάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανάτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανάτα < μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα / κάννη (καλάμι)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακανάτα θηλυκό
- (κουζινικά) το επιτραπέζιο σκεύος με πλατύ στόμιο και λαβή, για το σερβίρισμα διαφόρων υγρών (νερό, κρασί κ.ά.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κανάτα
Πηγές
επεξεργασία- κανάτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανάτα < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα / κάννη (καλάμι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανάτα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κανάτα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].