Δείτε επίσης: Κανά

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάννα < λατινική canna[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάννα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της κυπριακής διαλέκτου, τόμ. 2 (Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κύπριων Λαϊκών Ποιητών, 1989, ISBN 9963555292), σ. 26. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-10-01.



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάνν αἱ κάνναι
      γενική τῆς κάννης τῶν καννῶν
      δοτική τῇ κάνν ταῖς κάνναις
    αιτιατική τὴν κάννᾰν τὰς κάννᾱς
     κλητική ! κάνν κάνναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάνν
γεν-δοτ τοῖν  κάνναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάννα < ακκαδική 𒄀 (qanû, καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾 (gi.na) πιθανώς όμως να είναι προελληνικής προέλευσης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάννα θηλυκό

  1. καλάμι
    [<κάλλα> ἢ] <κάννα>· κάλαμος ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)
  2. (συνεκδοχικά) οτιδήποτε κατασκευάζεται από καλάμι: αυλός, καλαμωτή περίφραξη
  3. (πληθυντικός) κάνναι: καλαμωτός φράχτης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία