Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλαμωτός η καλαμωτή το καλαμωτό
      γενική του καλαμωτού της καλαμωτής του καλαμωτού
    αιτιατική τον καλαμωτό την καλαμωτή το καλαμωτό
     κλητική καλαμωτέ καλαμωτή καλαμωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλαμωτοί οι καλαμωτές τα καλαμωτά
      γενική των καλαμωτών των καλαμωτών των καλαμωτών
    αιτιατική τους καλαμωτούς τις καλαμωτές τα καλαμωτά
     κλητική καλαμωτοί καλαμωτές καλαμωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαμωτός < μεσαιωνική ελληνική καλαμωτός < καλαμώ < ελληνιστική κοινή καλαμόω < αρχαία ελληνική κάλαμος

  Επίθετο επεξεργασία

καλαμωτός

  1. άλλη μορφή του καλαμένιος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καλαμωτή

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία