canna
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- canna < αρχαία ελληνικά κάννα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
canna θηλυκό
- μικρό και λεπτό καλάμι
- (συνεκδοχικά) (οτιδήποτε έχει το σχήμα ή φτιάχνεται από καλάμι) σωλήνας, αυλός