Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανελόνι τα κανελόνια
      γενική του κανελονιού των κανελονιών
    αιτιατική το κανελόνι τα κανελόνια
     κλητική κανελόνι κανελόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανελόνι < ιταλική cannelloni
 
Κανελόνια γεμιστά με σπανάκι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανελόνι ουδέτερο, πληθυντικός κανελόνια

  1. είδος ζυμαρικού από ανοιγμένη ζύμη σε φύλλο, κομμένη και τυλιγμένη στη συνέχεια σε ρολό.
  2. τα κανελόνια, (στον πληθυντικό) αποτελούν πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος της γέμισης που φέρουν.
    τα κανελόνια ανήκουν στα γεμιστά ζυμαρικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία