Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καννίν < λατινική canna[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καννίν ουδέτερο

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της κυπριακής διαλέκτου, τόμ. 2 (Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κύπριων Λαϊκών Ποιητών, 1989, ISBN 9963555292), σ. 26. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-10-01.