Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κνήμη οι κνήμες
      γενική της κνήμης των κνημών
    αιτιατική την κνήμη τις κνήμες
     κλητική κνήμη κνήμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κνήμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κνήμη[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkni.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κνή‐μη

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

 
Τα οστά της κνήμης (1): η κνήμη (2), μπροστά, και η λεπτότερη περόνη πίσω

κνήμη θηλυκό

  1. (ανατομία) το τμήμα του ποδιού που εκτείνεται από το γόνατο μέχρι την ποδοκνημική άρθρωση (αστράγαλο)
  2. οστό του ποδιού, στο μπροστινό μέρος της γάμπας
     συνώνυμα: αντικνήμιο, καλάμι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κνήμη αἱ κνῆμαι
      γενική τῆς κνήμης τῶν κνημῶν
      δοτική τῇ κνήμ ταῖς κνήμαις
    αιτιατική τὴν κνήμην τὰς κνήμᾱς
     κλητική ! κνήμη κνῆμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κνήμ
γεν-δοτ τοῖν  κνήμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία