κνήμη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κνήμη | οι | κνήμες |
γενική | της | κνήμης | των | κνημών |
αιτιατική | την | κνήμη | τις | κνήμες |
κλητική | κνήμη | κνήμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κνήμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κνήμη[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkni.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κνή‐μη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κνήμη θηλυκό
- (ανατομία) το τμήμα του ποδιού που εκτείνεται από το γόνατο μέχρι την ποδοκνημική άρθρωση (αστράγαλο)
- οστό του ποδιού, στο μπροστινό μέρος της γάμπας
- ≈ συνώνυμα: αντικνήμιο, καλάμι
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κνήμη
Επεξεργασία
- ↑ κνήμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κνήμη | αἱ | κνῆμαι |
γενική | τῆς | κνήμης | τῶν | κνημῶν |
δοτική | τῇ | κνήμῃ | ταῖς | κνήμαις |
αιτιατική | τὴν | κνήμην | τὰς | κνήμᾱς |
κλητική ὦ! | κνήμη | κνῆμαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κνήμᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κνήμαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- κνήμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κνήμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.