Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περικνημίδα οι περικνημίδες
      γενική της περικνημίδας των περικνημίδων
    αιτιατική την περικνημίδα τις περικνημίδες
     κλητική περικνημίδα περικνημίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περικνημίδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περικνημίδα θηλυκό

  1. σκληρό προστατευτικό κνήμης
  2. σωλήνας - ένδυμα κνήμης (ιατρικό, αθλητικό, για το κρύο κτλ.)

  Μεταφράσεις επεξεργασία