αστράγαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστράγαλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀστράγαλος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈstɾa.ɣa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρά‐γα‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστράγαλος αρσενικό
- (ανατομία) το μικρό οστό που βρίσκεται στο πίσω μέρος του ταρσού, ανάμεσα στην κνήμη και στη φτέρνα
- (ανθρώπινο σώμα) το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού
- ※ Το νερό έτρεχε βρύση από τα λούκια, πιτσιλούσε τρόγυρα κι αναγκάζονταν οι κυρίες να σηκώνουν το φουστάνι πάνω από τον αστράγαλο, ωσάμ' εκεί που άρχιζε η γάμπα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- (φυτό): θάμνος που ανήκει στο ταξινομικό γένος Astragalus, που ανήκει στη κατηγορία των βοτάνων
- ⮡ το βότανο αστράγαλος είναι περισσότερο γνωστός με τα ονόματα τετραγκαθιά ή τετράγκαθο
- το συμπλήρωμα διατροφής βασισμένο στον αστράγαλο
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη αστράγαλοι (παιχνίδι)
Εκφράσεις
επεξεργασία- άχρι αστραγάλων : ως εκεί, μη περαιτέρω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οστό του ποδιού
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αστράγαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αστράγαλος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας