αστράγαλοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | αστράγαλοι | ||
γενική | των | αστραγάλων | ||
αιτιατική | τους | αστραγάλους & αστράγαλους | ||
κλητική | αστράγαλοι | |||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αστράγαλοι: πληθυντικός αριθμός του αστράγαλος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αστράγαλοι αρσενικό στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) παλιό παιχνίδι που παιζόταν με τους αστράγαλους, τα κότσια των ζώων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
αστράγαλοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του αστράγαλος