τετραγκαθιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τετραγκαθιά | οι | τετραγκαθιές |
γενική | της | τετραγκαθιάς | των | τετραγκαθιών |
αιτιατική | την | τετραγκαθιά | τις | τετραγκαθιές |
κλητική | τετραγκαθιά | τετραγκαθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραγκαθιά θηλυκό
- (φυτό): κοινή ονομασία του φυτού αστράγαλος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραγκαθιά
|