φτέρνα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτέρνα | οι | φτέρνες |
γενική | της | φτέρνας | των | φτερνών |
αιτιατική | τη | φτέρνα | τις | φτέρνες |
κλητική | φτέρνα | φτέρνες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φτέρνα < αρχαία ελληνική πτέρνα ή πτέρνη
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φτέρνα θηλυκό