• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φτέρνα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
2: το οστό της φτέρνας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτέρνα οι φτέρνες
      γενική της φτέρνας των φτερνών
    αιτιατική τη φτέρνα τις φτέρνες
     κλητική φτέρνα φτέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φτέρνα < αρχαία ελληνική πτέρνα ή πτέρνη

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfteɾ.na/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φτέρνα θηλυκό

  • το πίσω μέρος του πέλματος και το αντίστοιχο οστό του ποδιού

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φτέρνα
  • αγγλικά : heel (en)
  • γαλλικά : talon (fr)
  • γερμανικά : Ferse (de)
  • ιταλικά : tallone (it)
  • ολλανδικά : hiel (nl)
  • ρωσικά : пятка (ru)
  • τσεχικά : pata (cs)
  • φινλανδικά : kanta (fi)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φτέρνα&oldid=5526546"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 02:10

Γλώσσες

    • Dansk
    • English
    • Eesti
    • Euskara
    • Français
    • Hrvatski
    • ಕನ್ನಡ
    • Limburgs
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 02:10. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας