Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
talon talons

talon (fr) αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) η φτέρνα του ποδιού
  2. (υπόδηση) το τακούνι του παπουτσιού
  3. το ταλόν (σιλικόνης)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία