Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

talonnage < talonner

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
talonnage talonnages

talonnage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  talon