Ετυμολογία

επεξεργασία
talonner, αρχική έννοια: αναποδογυρίζω κάτι με το πόδι < taluner, κλωτσώ < talon

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.lɔ.ne/

talonner (fr)

  1. ακολουθώ κάποιον διαρκώς και σε απόσταση αναπνοής
  2. (μεταφορικά) καταπιέζω, ταλαιπωρώ κάποιον
  3. κεντρίζω ένα άλογο με τα σπιρούνια
  4. κλωτσώ
  5. (στο ράγκμπι) στέλνω τη μπάλα στην ομάδα μου με το πόδι
  6. (στο ποδόσφαιρο), (στο μπάσκετ) μαρκάρω στενά

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  talon