σπιρούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιρούνι | τα | σπιρούνια |
γενική | του | σπιρουνιού | των | σπιρουνιών |
αιτιατική | το | σπιρούνι | τα | σπιρούνια |
κλητική | σπιρούνι | σπιρούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπιρούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική sperone < πρωτογερμανική *spurô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- / *sperw- (συσπώ, συστρέφω, ωθώ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασπιρούνι ουδέτερο
- μυτερή προεξοχή ή ροδέλα με ακίδες στερεωμένη σε πίσω μέρος παπουτσιού (πχ. μπότας), για το κέντρισμα αλόγου ή άλλους λόγους