ροδέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ροδέλα | οι | ροδέλες |
γενική | της | ροδέλας | των | ροδελών |
αιτιατική | τη | ροδέλα | τις | ροδέλες |
κλητική | ροδέλα | ροδέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαροδέλα θηλυκό