Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

talonnette < talon

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
talonnette talonnettes

talonnette (fr) θηλυκό

Talonnette orthopédique. Ορθοπεδική σόλα.
Coudre une talonnette. Ράβω ένα ρεβέρ.
Poser une talonnette. Βάζω ένα ρεβέρ.

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  talon