ενικός         πληθυντικός  
heel heels

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

heel (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) η φτέρνα
  2. (υπόδηση) το τακούνι



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

heel (nl)

Συνώνυμα

επεξεργασία