ταρσός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταρσός | οι | ταρσοί |
γενική | του | ταρσού | των | ταρσών |
αιτιατική | τον | ταρσό | τους | ταρσούς |
κλητική | ταρσέ | ταρσοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταρσός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταρσός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταρσός αρσενικό
- (ανατομία) ο σκελετός του πίσω άκρου ποδιού, που αποτελείται από επτά μικρά οστά σε τρεις σειρές
- (ανατομία) το ινώδες πέταλο των βλεφάρων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ταρσός | οἱ | ταρσοί |
γενική | τοῦ | ταρσοῦ | τῶν | ταρσῶν |
δοτική | τῷ | ταρσῷ | τοῖς | ταρσοῖς |
αιτιατική | τὸν | ταρσόν | τοὺς | ταρσούς |
κλητική ὦ! | ταρσέ | ταρσοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταρσώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταρσοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταρσός < ταρσ- μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει στο τέρσομαι (ξηραίνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (ξηρός). [1] Δε σχετίζεται ετυμολογικά η πόλη Ταρσός.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταρσός αρσενικό
- πλέγμα από καλάμια όπου ξηραίνονταν φρούτα, καλαμωτή
- (γενικότερα) πλατιές επιφάνειες
- (ανατομία) ο ταρσός, οστά του ποδιού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τέρσομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ταρσός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταρσός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.