Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Το κουντεπιέ σε χαμηλή θέση.
 
Το κουντεπιέ υπερυψωμένο
με χαρακτηριστική καμπύλη.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουντεπιέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική cou-de-pied (cou 'λαιμός' του pied ποδιού) που συχνά συγχέεται με το ομόηχο γαλλικό coup de pied (coup κλοτσιά με το πόδι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.deˈpçe/ από το γαλλικό /ku də pje/ ή /ku‿d pje/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουντεπιέ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

λαϊκότροπα ουδέτερα άκλιτα

λαϊκότροπο αρσενικό κλιτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία