coup de pied
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.dəˈpje/
- Ομώνυμα / Ομόηχα: cou-de-pied
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
coup de pied | coups de pied |
coup de pied (fr) αρσενικό
- η κλοτσιά
- il l'a menacé de lui donner un coup de pied
- τον απείλησε ότι θα τον κλοτσίσει
- il l'a menacé de lui donner un coup de pied
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- coup - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé