ραχιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ραχιαίος | η | ραχιαία | το | ραχιαίο |
γενική | του | ραχιαίου | της | ραχιαίας | του | ραχιαίου |
αιτιατική | τον | ραχιαίο | τη | ραχιαία | το | ραχιαίο |
κλητική | ραχιαίε | ραχιαία | ραχιαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ραχιαίοι | οι | ραχιαίες | τα | ραχιαία |
γενική | των | ραχιαίων | των | ραχιαίων | των | ραχιαίων |
αιτιατική | τους | ραχιαίους | τις | ραχιαίες | τα | ραχιαία |
κλητική | ραχιαίοι | ραχιαίες | ραχιαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραχιαίος < αρχαία ελληνική ῥαχιαῖος < ῥάχις
Επίθετο
επεξεργασίαραχιαίος, -α, -ο
- που ανήκει στη ράχη του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών
- ραχιαίοι μύες