Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραχιαίος η ραχιαία το ραχιαίο
      γενική του ραχιαίου της ραχιαίας του ραχιαίου
    αιτιατική τον ραχιαίο τη ραχιαία το ραχιαίο
     κλητική ραχιαίε ραχιαία ραχιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραχιαίοι οι ραχιαίες τα ραχιαία
      γενική των ραχιαίων των ραχιαίων των ραχιαίων
    αιτιατική τους ραχιαίους τις ραχιαίες τα ραχιαία
     κλητική ραχιαίοι ραχιαίες ραχιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραχιαίος < αρχαία ελληνική ῥαχιαῖος < ῥάχις

  Επίθετο επεξεργασία

ραχιαίος, -α, -ο

  1. που ανήκει στη ράχη του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών
    ραχιαίοι μύες

  Μεταφράσεις επεξεργασία