Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dorsal < μέση γαλλική dorsal < μεσαιωνική λατινική dorsalis (που σχετίζεται με την πλάτη) < dorsum

  Επίθετο επεξεργασία

dorsal

  • ραχιαίος (πχ. δύναται να αφορά την ανθρώπινη πλάτη, ή την εγκεφαλική ράχη - το άνω δηλαδή [φλοιακό] εγκεφαλικό τμήμα κτλ.)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία