Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ραχιαίοι

  1. ραχιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ραχιαίος, στην κλητική του πληθυντικού