Δείτε επίσης: ταρσός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η Ταρσός οι Ταρσοί
      γενική του/της Ταρσού των Ταρσών
    αιτιατική τον/την Ταρσό τους/τις Ταρσούς
     κλητική Ταρσέ Ταρσοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ταρσός < ελληνιστική κοινή Ταρσός. Δε σχετίζεται με το αρσενικό ταρσός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taɾˈsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ταρ‐σός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ταρσός

  1. αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας στην Κιλικία (θηλυκό)
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας (αρσενικό)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ταρσός
      γενική τῆς Ταρσοῦ
      δοτική τῇ Ταρσ
    αιτιατική τὴν Ταρσόν
     κλητική ! Ταρσέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ταρσός < (άμεσο δάνειο) προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν μέσω της φοινικικής[1] ή ακκαδικής γλώσσας.[2] Δε σχετίζεται με το αρσενικό ταρσός.

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ταρσός θηλυκό, μόνο στον ενικό ή αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Ταρσός στο αγγλικό Βικιλεξικό