μετατάρσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετατάρσιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική métatarse[1] < αρχαία ελληνική μετά + ταρσός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετατάρσιο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- μεταταρσαλγία
- → δείτε τις λέξεις μετά και ταρσός
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Metatarsal bones στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετατάρσιο
- ↑ μετατάρσιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας