πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γάμπα οι γάμπες
      γενική της γάμπας
    αιτιατική τη γάμπα τις γάμπες
     κλητική γάμπα γάμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γάμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gamba (μηρός ανθρώπου, τμήμα της κάλτσας και του παντελονιού στο ύψος της κνήμης) < υστερολατινική camba / gamba (πόδι αλόγου και γενικά τετράποδου) < αρχαία ελληνική καμπή (δωρικά : καμπά) (κάμψη, λύγισμα, καμπυλωτό τμήμα, άρθρωση) (αντιδάνειο)
Τατουάζ σε ανθρώπινη γάμπα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάμπα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία