ενικός         πληθυντικός  
calf calves
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

calf (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) μοσχάρι
  2. (θηλαστικό ζώο) το μικρό του βουβάλου, του ελέφαντα, της φώκιας, της φάλαινας και άλλων ζώων
  3. η γάμπα (το πίσω μέρος)